- ἐνήδονα
- ἐνήδονοςfull of joyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενήδονα — ἐνήδονα και ἐνηδόνως (Μ) [ενήδονος] επίρρ. 1. ευχάριστα, ηδονικά 2. υπερβολικά … Dictionary of Greek